εμπότισμα

εμπότισμα
το
1. το αποτέλεσμα τού εμποτίζω, διαπότιση, μούσκεμα
2. το υγρό που διεισδύει και εμποτίζει ένα σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμπότισμα — το, ατος 1. εμπότιση. 2. η ρευστή ουσία που διαπότισε κάποιο σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε. 3. η διασπορά μέσα σε πέτρωμα μορίων από κάποιο μέταλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμποτισμός — ο το εμπότισμα …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”